ἵδρωσε

ἵδρωσε
ἵ̱δρωσε , ἱδρόω
sweat
aor ind act 3rd sg
ἵ̱δρωσε , ἱδρόω
sweat
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιδρώνω — ίδρωσα, ιδρωμένος 1. χύνω ιδρώτα, γεμίζω ιδρώτα: Το σώμα του σκύλου δεν ιδρώνει, γιατί δεν έχει ιδρωτοποιούς αδένες. – Έφτασε ιδρωμένος. – Ιδρωμένα χέρια. 2. μοχθώ, κουράζομαι: Ίδρωσε να τα βγάλει πέρα. 3. στάζω, βγαίνουν από τους πόρους μου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδίαντος — ἀδίαντος, ον (Α) [διαίνω] 1. αυτός που δεν υγράνθηκε, που δεν βράχηκε ή δεν ίδρωσε 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ἀδίαντος και το ἀδίαντον το είδος Adiantum capillus veneris τού γένους Αδίαντο* …   Dictionary of Greek

  • ιδρώνω — (ΑΜ ἱδρῶ, όω, Μ και ἱδρώνω, Α και ἱδρώω) [ιδρώς] εκκρίνω ιδρώτα νεοελλ. 1. κοπιάζω, μοχθώ («ιδρώνει να βγάλει το ψωμί του») 2. (για φυτά ή και πράγματα) εκβάλλω από τους πόρους μου σταγονίδια υγρού («ίδρωσε ο τοίχος») 3. κάνω κάποιον να ιδρώσει 4 …   Dictionary of Greek

  • ζέχνω — και ζένω μυρίζω άσχημα: Ίδρωσε και ζέχνει ολόκληρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”